- φοιβήτωρ
- -ορος, ὁ, Αφοιβητής*, προφήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «προφητεύω» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοιβήτορι — φοιβήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)